- αντίπυλος
- ἀντίπυλος, -ον (Α)αυτός που έχει τις πύλες απέναντι από τις πύλες άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίπυλοι — ἀντίπυλος with the gates opposite masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)